top of page
Title. Double click me.

Με τον όρο Κελτική μυθολογία εννοείται το σώμα μύθων των κελτικών λαών σε όλο το εύρος της γεωγραφικής τους εξάπλωσης. Όσα γνωρίζουμε για την κελτική μυθολογία σταχυολογoύνται στο μεγαλύτερο τμήμα τους από τα βιβλία και τα χειρόγραφα της μεσαιωνικής Ιρλανδίας και της Ουαλίας. Αυτές οι λογοτεχνικές πηγές συμπληρώνονται από το εικονογραφικό και αρχαιολογικό αρχείο του προ-χριστιανικού κελτικού κόσμου της Εποχής του Σιδήρου, παράλληλα με τις εξωτερικές παρατηρήσεις για τους κελτικούς λαούς και τη δρυιδική θρησκεία τους από μαρτυρίες που μετέφεραν αρχαίοι συγγραφείς όπως ο Ποσειδώνιος, ο Πλούταρχος και ο Ιούλιος Καίσαρας.

Από αυτές τις διαφορετικές πηγές μπορούμε να αναπτύξουμε μερικώς την εικόνα ενός μαγικο-θρησκευτικού συστήματος που αντλεί ενίοτε στοιχεία σε ό,τι αφορά στις πρακτικές και τις πεποιθήσεις του εμφανώς από άλλα σημεία του ινδοευρωπαϊκού κόσμου κατά την τελευταία χιλιετία πριν την έλευση του Χριστιανισμού. Από μία άλλη άποψη, ιδιαίτερα από την οπτική γωνία της κελτικής παράδοσης της Ιρλανδίας, είναι επίσης δυνατό να διακρίνουμε σε αυτήν τη μυθολογική αφήγηση μια ασυνήθιστα περίπλοκη αισθητική και μεταφυσική σύλληψη, η οποία οφείλει ενδεχομένως την παρουσία της στα γηγενή στοιχεία της προϊστορικής Δύσης -συμπεριλαμβανομένων των πρώιμων μεγαλιθικών πολιτισμών της Παλαιολιθικής και της πρώιμης Εποχής του Χαλκού (3500 -1500 Π.Κ.Ε.).


Ανιμισμός στον κελτικό κόσμο

Οι πρώτοι κελτικοί λαοί περιβάλλονταν κυριολεκτικά –σε ό,τι αφορούσε στον τρόπο ζωής τους- από τον φυσικό κόσμο. Βίωναν διαρκώς την παρουσία του και η κοινότητα εξαρτάτο πλήρως από αυτόν τους για την ισορροπία τη γονιμότητα και τις βασικές της ανάγκες ή ανέσεις. Ακόμη και για τον ισχυρότερο βασιλιά ο σκληρός χειμώνας ή μια κατεστραμμένη σοδειά χώμα ήταν σοβαρότατος κίνδυνος για τη φυσική συνέχεια της κοινότητας. Το ζωικό βασίλειο ήταν επίσης πανταχού παρόν: βοοειδή, σκυλιά, πρόβατα, χήνες και οι χοίροι περιέβαλλαν άτομα και αγροικίες, ενώ λύκοι, αρκούδες και άγριοι κάπροι ζούσαν στα πυκνά δάση. Η οργανική και ανόργανη φύση κάλυπτε την ύπαιθρο και κυριαρχούσε στον νου του προβιομηχανικού ανθρώπου γενικότερα σε όλα τα επίπεδα.

Η πνευματική αποτύπωση της συγκεκριμένης κατάστασης παρήγαγε ένα διακριτό καθολικό πρότυπο πεποιθήσεων, γνωστό στους ανθρωπολόγους σήμερα με τον όρο "ανιμισμός". Για να το θέσουμε απλά, ήταν μια αναγνώριση της ζωντάνιας της φύσης, όχι μόνο υπό την βιολογική της έννοια αλλά και ως συνόλου ιδεατών οντοτήτων, των οποίων ο ανθρώπινος κόσμος ήταν ένα αναπόσπαστο τμήμα.

Στη βρετανική κελτική παράδοση, το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της ανιμιστικής σκέψης βρίσκεται στο Βιβλίο του Ταλιέσιν υπό τη μορφή ποιήματος γνωστού ως Καντ Κοντέ (Cad Goddeu), ή 'Μάχη των Δένδρων'. Σε μια μυθική μάχη στο Καέρ Νεφενχίρ (Caer Nefenhir), στην οποία οι γιοι του Ντον πολέμησαν ενάντια στις στον χθόνιο κάτω κόσμο, ο μυθικός μάγος Γκύντιον (Gwyddion) μεταμόρφωσε ένα δάσος σε αξιόμαχη στρατιά.

 

 

Η μεταβλητότητα ήταν η σφραγίδα του ονειροχρονικού, ανιμιστικού κόσμου. Για τον προϊστορικό νου όλα όσα τον περιέβαλλαν φαίνονταν ασταθή, είτε αυτά αφορούσαν σε ανθρώπους είτε σε ζώα και στη φύση γενικότερα. Τα όρια ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση –ιδιαίτερα το ζωικό βασίλειο- φαίνονταν ασταθή, με αποτέλεσμα ιδιαίτερα είδη του ζωικού και του φυσικού βασιλείου να παρουσιάζουν ομοιότητες προς την ανθρώπινη ψυχική διάθεση ή φυσική μορφή. Η απόδοση τέτοιου είδους συμπαθητικών συγγενειών ανάμεσα στον άνθρωπο και το περιβάλλον του θεμελίωσε ένα επίσης διακριτό σύστημα μαγικο-θρησκευτικών πεποιθήσεων γνωστό στην ανθρωπολογία και τη θρησκειολογία με τον γενικό όρο τοτεμισμός. Ο τοτεμισμός φαίνεται πως έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας σε όλα τα μήκη και πλάτη της υδρογείου και ο κελτικός πολιτισμός δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Τούτο φαίνεται ιδιαίτερα στις διαφορετικές σχολές βάρδων που διατήρησαν την αρχαία παράδοση, ακόμη και μετά την περίοδο του μεσαίωνα.

Ο βασικός κελτικός τοτεμικός μύθος φαίνεται να προϋποθέτει ένα απόμακρο παρελθόν, στο οποίο δεν ήταν ακόμα πλήρως διακεκριμένα τα χαρακτηριστικά που διαιρούν τις κατηγορίες της φύσης. Σε αυτό το απόμακρο παρελθόν πρόγονοι που συνδύαζαν τα ανθρώπινα και ζωικά –ακόμα και φυσικά- χαρακτηριστικά γνωρίσματα συνδέθηκαν με ανθρώπινες πατριές ως προστατευτικά τοτέμ. Κάθε μια από αυτές τις πατριές αισθανόταν συγγένεια με το ζώο ή το σχετικό χαρακτηριστικό γνώρισμα. Ήταν μάλιστα απαγορευμένο, δηλαδή taboo να επιχειρήσει κανείς να βλάψει αυτά τα πλάσματα ή το ανάλογο φυσικό τοπίο με οποιονδήποτε τρόπο. Διαφορετικά προκαλούσε το θυμό του δαιμονικού πνεύματος.

Στον μεσαιωνικό κελτικό κόσμο τέτοιες τοτεμιστικές πεποιθήσεις ενσωματώθηκαν τμηματικά στο σύνθετο μυθικό όραμα των νεοδρυιδικών βαρδικών σχολών. Το μοτίβο της μεταμόρφωσης αποτελεί ένα από τα ορόσημα της κελτικής μυθολογίας, όπως σημειώθηκε από διάφορους παρατηρητές. Για παράδειγμα, η μεγάλη κελτική θεά Μποάντα (Boanda), συνδέεται με τις όμορφες αγελάδες της. Ο πολεμιστής-ήρωας Κουχουλάιν (Cuchulainn) συνδεόταν με ένα κυνόμορφο τοτέμ. Το ταμπού ήταν ο φόνος των σκυλιών και το όνομά του σήμαινε κυριολεκτικά "το κυνηγόσκυλο του Culann (το Smith)'. Ο Κόναλ Κέρναχ (Conal Cernach), σαν τον αρχαίο κερασφόρο γαλατικό θεό Κερνούνο, (ο Χερν ο Κυνηγός της αγγλικής μυθολογίας), συνδέθηκε τόσο με το φίδι όσο και με το αρσενικό ελάφι. Η λατρεία της θεάς-φορβάδας παίζει σημαντικό ρόλο στην ουαλική κελτική παράδοση με τη μορφή της Ρίανον (Rhiannon). Η εικονογραφία του ειδωλολατρικού βρετανικού κόσμου της Εποχής του Σιδήρου και της ρωμαϊκής Βρετανίας δείχνει ότι ο τοτεμιστικός ζωομορφισμός ήταν τμήμα της εικονογραφίας του ιερού, σε ό,τι αφορά στη δρυιδική μυθολογία.

 

 

Δεδομένου ότι εξελικτικά ο άνθρωπος επιτυγχάνει μεγαλύτερο έλεγχο στο περιβάλλον του, η ενστικτώδης δεισιδαιμονία του τοτεμιστικού ανιμισμού αντικαθίσταται από μια ορθολογική, ανθρωπόμορφη μορφή πνευματικότητας, στην οποίο μια ιδιαίτερη ομάδα ανδρών ή γυναικών συμμετέχει σε ημερολογιακές ιεροτελεστίες, ενώ οι θεότητες παρουσιάζουν όλο και περισσότερο ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Στη Βρετανία, αυτή η διαδικασία άρχισε πιθανώς κατά τη διάρκεια της μεγαλιθικής εποχής, συνεχίστηκε στην Εποχή του Σιδήρου και διατηρήθησε ακόμα και στους ύστερους μεσαιωνικούς χρόνους, ενσωματώνοντας και οργανώνοντας ορθολογικά τα αρχαϊκά στοιχεία.

Αντίθετα από άλλες ινδοευρωπαϊκές παραδόσεις, ο κελτικός μυθολογικός κόσμος δεν διέθετε σταθερό πάνθεον λειτουργικών θεοτήτων με τον τρόπο που διέθεταν μυθολογίες όπως η Ελληνική και η Ρωμαϊκή. Αντίθετα, κάθε φυλή διέθετε τους δικούς της προγονικούς ήρωες και θεότητες –στις οποίες απέδιδε σειρά των μυθικών πράξεων- και τους επικαλείτο επανειλημμένα για προστασία και υποστήριξη σε όλους τους τομείς της φυλετικής ζωής. Αυτές οι θεότητες ήταν τόσο πολυάριθμες, ώστε για την πλειοψηφία είναι λιγοστά τα ατομικά στοιχεία που μπορούμε να σταχυολογήσουμε. Ωστόσο, υπήρξαν ορισμένες μορφές που φαίνεται ότι στοίχειωσαν την κελτική φαντασία -αρχετυπικές οντότητες στις οποίες εντασσόταν η ταυτότητα των τοπικών ηρώων, των ηρωίδων ή των προγόνων.

 

 

Αυτό που αναφέρεται συχνά ως κελτικός «Άλλος κόσμος» είναι ένα διακριτό σώμα μύθων και παραμυθιών για αυτό το βασίλειο και τους κατοίκους του και διείσδυσε, μέσω του αρθουριανού κύκλου και των σχετικών παραδόσεων, στους αφηγηματικούς πολιτισμούς της δυτικής Ευρώπης συνολικά. Το γνωστό ύφος των παραμυθιών για τον νεραϊδόκοσμο οφείλει πολλά σε πεποιθήσεις τέτοιου είδους.

Οι σχολιαστές τείνουν να μιλούν για τον «Άλλο κόσμο» της κελτικής μυθολογίας ως μοναδιαία οντότητα. Στην πραγματικότητα ο κελτικός άλλος κόσμος δεν ήταν λιγότερο τεμαχισμένος από τον φυλετικό κόσμο που ανέπτυξαν συνειδητά οι πρώτοι κελτικοί λαοί. Ακόμη και η γειτονική πατριά απεικονιζόταν σε διαφορετικές διαβαθμίσεις της «ετερότητας». Συνολικά θεωρούμενη τούτη η ποιότητα έγινε μαγνήτης για κάθε είδους φανταστικές προβολές.

Οι κελτικοί αλλόκοσμοι, λοιπόν, έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Οι κάτοικοί τους τείνουν να είναι είτε ακραία όμορφοι ή ειδεχθείς και τερατώδεις. Επίσης στον αλλόκοσμο συναντά κανείς φανταστικά ζώα και ισχυρά μαγικά αντικείμενα. Η απόκτηση τέτοιων θαυμαστών θησαυρών είναι ο συχνός στόχος των αναζητήσεων στον Άλλο κόσμο που αναλαμβάνουν ανθρώπινοι ήρωες. Ενίοτε κάποιος θνητός μπορεί να γίνει εραστής μιας νεράιδας «από τη γη της αιώνιας νιότης», την «πεδιάδα των απολαύσεων» ή άλλες τέτοιες παραδείσιες τοποθεσίες. Κατά τον ίδιο τρόπο αγαπημένο θέμα της κελτικής μυθολογικής αφήγησης είναι η αποπλάνηση μιας θνητής πριγκήπισσας και η απαγωγή της στη «γη του θέρους», ή οπουδήποτε αλλού μπορεί να βρίσκεται το μαγικό βασίλειο της αλλοκοσμικής ύπαρξης.

Τα πλάσματα του άλλου κόσμου δεν ήταν ούτε θεία, ούτε πλήρως «θνητά» (υπό την ευρύτερη έννοια της λέξης). Ήταν μαγικά ισχυρά, αλλά και επιρρεπή σε παράξενες αδυναμίες. Ενίοτε κάποιος έξυπνος θνητός ήρωας εκμεταλλευόταν τέτοιες αδυναμίες και αποκτούσε τις περίφημες παραχωρήσεις της μαγικής τους δύναμης. Η σχέση τους με τον κόσμο των ανθρώπων μπορούσε να είναι φιλική καθώς επίσης και εχθρική. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα η μυθολογική αφήγηση περιλαμβάνει γάμους και άλλες μορφές συμμαχίας μεταξύ των κόσμων. Οι θνητοί που διαμένουν σε τόπους του Άλλου κόσμου, επιστρέφουν για να διαπιστώσουν ότι έχουν περάσει πολλές γενεές κατά την απουσία τους - ή αντίστροφα, αυτό που φαίνεται ως δεκαετίες στην αλλοκοσμική πραγματικότητα, παρουσιάζεται ως λιγοστές ώρες θνητού χρόνου

Κέλτικη 

Ο κελτικός μυθολογικός κόσμος είναι ουσιαστικά ανιμιστικός. Σε αυτόν τον κόσμο η κηδεμονεύουσα θεά, η αντιπροσώπευση της ζωής και της γονιμότητας του βασιλείου καταλάμβανε σημαντική θέση. Ο αρσενικός θεός, ο σύζυγος αυτής της θεϊκής ύπαρξης συνδεόταν στενότερα με τον ανθρώπινο κόσμο της φυλής και των διαφορετικών προγόνων του. Ο ζωικός συμβολισμός, πιθανή κληρονομιά των τοτεμικών θρησκευτικών μορφών, διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο στην κελτική διαμόρφωση του ιερού. Τέλος, ο κελτικός μυθολογικός κόσμος διαπερνάται από ένα πλήθος παράλληλων πραγματικοτήτων, γνωστές συλλογικά ως Άλλος κόσμος ή Αλλόκοσμος -όποιος τέμνει ενίοτε τον φυσικό κόσμο, δημιουργώντας σημεία εισόδου για τα μαγικά όντα και τη δημιουργία θαυμαστών φαινομένων.

Ντάνου, η μητέρα θεά

Κέλτικες θεότητες

Η ερμηνεία της μεταμόρφωσης στον κελτικό κόσμο σχετίζεται με την δρυιδική πεποίθηση περί μετενσάρκωσης ή πιο συγκεκριμένα της μαγικής μετακίνησης, στοιχεία της οποίας απαντώνται συχνά στα μεσαιωνικά ιρλανδικά και ουαλικά κείμενα. Σε ιρλανδικούς μύθους όπως ο Τόχμαρκ Ιτέιν (Tochmarc Ιtain) ('Ο οδυρμός της Ιτέιν') και επιμέρους ιστορίες από το Ταΐν Μπο Κουέιλγκνε (Tain Bο Cuailgne ή «Επιδρομή του Κούλεϊ»), οι μαγικές μορφές από το μακρινό παρελθόν διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στα πλαίσια της δράσης που τίθεται σε παρόντα χρόνο στο μυθικό αφήγημα. Στο Τόχμαρκ Ιτέιν, που απαντάται και ως «Αποπλάνηση της Ιτέιν", η ηρωίδα μεταμορφώνεται αρχικά από έναν ζηλότυπο ανταγωνιστή σε μαγική μύγα, και κατόπιν περιφέρεται από ακτή σε ακτή ωθούμενη από τις θύελλες της δρυιδικής μαγείας. Αιώνες αργότερα, καταπίνεται από κάποια ευγενή κυρία στην αυλή του Κόνχομπουρ (Conchobur) στο Βασίλειο του Ουλάιντ (Ulaid) και ξαναγενιέται εκεί ως πριγκήπισσα. Στην ενήλικη ζωή της ακολουθείται από τους ανταγωνιστές εραστές του Αλλόκοσμου από την προηγούμενη ύπαρξή της. Η ανταγωνιστική δράση των εραστών της Ιτέιν, από την άλλη –εξαιτίας της εικονοπλασίας της- παραπέμπει στον ανταγωνισμό δύο αρχαίων ταύρων, των οποίων η σύγκρουση προβάλλεται σε δύο μείζονες φυλετικές περιοχές, το Ουλάιντ (Ulaid) και το Κρουάχου (Cruachu). Ένα από τα τμήματα αυτού του έπους αναζητά την ιστορία αυτού του ανταγωνισμού σε δύο δρυίδες της εποχής των μεγαλιθικών μνημείων, τους Όχαλ (Ochall) και Μποντμπ (Bodb). Η μαγική τους σύγκρουση πέρασε μέσα από μια σειρά φυσικών μεταμορφώσεων –ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνεται το κοράκι, υδρόβια πλάσματα και και φασματικές μορφές– πριν τελικά καταβροχθιστούν με τη μορφή σπόρων σταριού από ένα κοπάδι βοοειδών και ξαναγεννηθούν ως δύο μεγάλοι ταύροι Φιν (Finn) «ο Φωτεινός» και Ντάμπ (Dub) «ο Σκοτεινός» αντίστοιχα.

​Τοτεμισμός

Κέλτικο τοτέμ

Mεταμόρφωση και μαγική μετακίνηση

Θεοί, θεές και ήρωες του κελτικού κόσμου

Σαφέστερα από τα άλλα αρχέτυπα αναφέρεται η θεά -οι διασυνδέσεις της οποίας με το έδαφος και τη γονιμότητα απαντώνται σε όλο τον κελτικό κόσμο. Η θεά μπορεί να φέρει την επωνυμία μιας περιοχής – όπως η Έριου για την Ιρλανδία, Κάλιαχ Βερ (Cailliech Beara) για τις νοτιοδυτικές περιοχές της Μποάντα (Boanda), πνεύμα του ποταμού Μπόιν (Boyne) και θεά της ομώνυμης κοιλάδας. Σε άλλες περιστάσεις, αυτή η σχέση υπονοείται μεταφορικά με το μοτίβο του βασιλιά που απεικονίζεται πάντα ως σύζυγος της κυρίαρχης θεάς.
Στην αγκαλιά ενός αληθινού βασιλιά, η θεά παρείχε ζεστασιά και γενναιοδωρία. Στην περίπτωση ενός ψευτοβασιλιά όλα αυτά αποσύρονταν, αφήνοντας πίσω τους εξασθένηση και δυστυχία για τους υπηκόους του, έως ότου βρισκόταν ο αληθινός βασιλιάς. Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις στα διάφορα χρονικά ότι τέτοιες πεποιθήσεις διατηρήθηκαν έως τη μεσαιωνική περίοδο, όπως φαίνεται από τους καταλόγους των μεσαιωνικών χρονογραφικών αρχείων όπως το Μπρουτ υ Τγουϊσύγκιον (Brut y Twysygion) ή το Χρονικά των Σκώτων (Chronica Scottorum). Οι ιρλανδικές πηγές είναι περισσότερο πληροφοριακές για αυτή τη σχέση, με μια πρώιμη πραγματεία, το Αουντάκτ Μορέιν (Audact Morainn), στο οποίο ο βασιλιάς παρουσιάζεται λίγο-πολύ ως αρχιερέας της λατρείας της θηλυκής θεότητας, πέρα από πολέμαρχος και φυλετικός αρχηγός.
Ξεχωριστή μεταξύ των Ουαλλών βρίσκουμε την Ρίανον (Rhiannon) τη «μεγάλη βασίλισσα», μία ανάμεσα στις γυναίκες φυλετικούς αρχηγούς και θεές τις Τρι Ριένι (Tri Rieni). Πέρα από την ιρλανδική θάλασσα, ο μυθολογικός κύκλος εξουσιάζεται από την πανταχού παρούσα θεά της κοιλάδας Μπουν, Μποάντ(α), βασίλισσα των νεράιδων του Σύντχε. Είναι ερωμένη του Ιντ Ντάγκντα (Ind Dagda) και μητέρα πολυάριθμων αλλοκοσμικών ηρώων. Συνδέεται μυστηριακά με τον ποταμό Μπουν, όπως ειπώθηκε πιο πάνω, έναν ποταμό γνωστό στις μεσαιωνικές βαρδικές παραδόσεις ως «Στέγη του Ωκεανού».

 

Κερνούννος, θεός της γης και του ουρανού

Ντάγκντα, θεός προστάτης και παντογνώστης, του Bruno Stahl

O Αλλόκοσμος

O Άλλος κόσμος

Μυθολογία

bottom of page